υποσπαθισμός

υποσπαθισμός
ὁ, ΜΑ [ὑποσπαθίζω]
εγχείρηση κατά την οποία σχίζεται το δέρμα τού κρανίου, εισάγεται πλατύ εργαλείο, ο ὑποσπαθιστήρ*. και έτσι κόβεται το δέρμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑποσπαθισμός — an operation masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποσπαθισμοῦ — ὑποσπαθισμός an operation masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποσπαθισμῷ — ὑποσπαθισμός an operation masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποσπαθισμόν — ὑποσπαθισμός an operation masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποσπαθιστήρ — ῆρος, ὁ, ΜΑ πλατύ χειρουργικό εργαλείο με το οποίο διενεργείται ο ὑποσπαθισμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποσπαθίζω + κατάλ. τήρ (πρβλ. βρασ τήρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”